Ο χρηματοπιστωτικός τομέας βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης οικονομίας, διαχειρίζεται τεράστιους όγκους οικονομικών συναλλαγών και αποτελεί βασικό πυλώνα της ψηφιακής εποχής. Ωστόσο, η σημασία του δεν τον καθιστά μόνο ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, αλλά και έναν από τους πιο επιθυμητούς στόχους κυβερνοεγκληματιών.
Οι απειλές προς τον τραπεζικό και ασφαλιστικό τομέα έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, δημιουργώντας την ανάγκη για αυστηρότερη κυβερνοασφάλεια και πιο αποτελεσματικές στρατηγικές άμυνας. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Κυβερνοασφάλεια (ENISA) δημοσίευσε την Έκθεση για το Τοπίο των Κυβερνοαπειλών στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα 2024, η οποία καλύπτει περιστατικά που καταγράφηκαν από τον Ιανουάριο του 2023 έως τον Ιούνιο του 2024. Πρόκειται για μια λεπτομερή ανάλυση των κυβερνοεπιθέσεων που επηρέασαν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρώπη, αποκαλύπτοντας τις κυριότερες απειλές, τους φορείς που τις εξαπολύουν και τις επιπτώσεις τους.
Η έρευνα του ENISA βασίστηκε στην καταγραφή 488 δημόσια αναφερόμενων περιστατικών, από τα οποία το 46% αφορούσε τράπεζες, το 13% δημόσιους οργανισμούς που σχετίζονται με τον χρηματοπιστωτικό τομέα και το 10% μεμονωμένους πελάτες τραπεζών. Τα περιστατικά αυτά δεν είναι απομονωμένα γεγονότα, αλλά αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης τάσης, όπου οι επιθέσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκες, στοχευμένες και καταστροφικές.
Οι κυριότερες απειλές και οι εξελίξεις τους
Μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές κυβερνοεπιθέσεων που κατέγραψε η έκθεση είναι οι επιθέσεις DDoS (Distributed Denial-of-Service), οι οποίες προκαλούν τεχνητή συμφόρηση στους διακομιστές ενός οργανισμού, εμποδίζοντας τις νόμιμες συναλλαγές και δυσχεραίνοντας την πρόσβαση των χρηστών σε τραπεζικές υπηρεσίες. Οι επιθέσεις αυτές παρατηρήθηκαν σε ιδιαίτερα αυξημένα επίπεδα κατά τη διάρκεια γεωπολιτικών κρίσεων, όπως ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας, όπου χάκερς που υποστηρίζουν το ρωσικό κράτος επιτέθηκαν σε ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, 58% των επιθέσεων DDoS στόχευσαν τράπεζες, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αφορούσε κυβερνητικούς οργανισμούς που συνδέονται με τη χρηματοδότηση και τη φορολογία.
Ένα εξίσου σοβαρό ζήτημα είναι οι διαρροές και παραβιάσεις δεδομένων (Data Breaches & Leaks). Στην εποχή της πληροφορίας, τα δεδομένα αποτελούν πολύτιμο αγαθό και οι επιτιθέμενοι χρησιμοποιούν κάθε διαθέσιμο μέσο για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτά. Οι τράπεζες και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί διαχειρίζονται τεράστιες ποσότητες προσωπικών και οικονομικών δεδομένων, γεγονός που τους καθιστά ελκυστικούς στόχους για κυβερνοεγκληματίες που επιδιώκουν οικονομικά οφέλη μέσω εκβιασμών ή πώλησης των δεδομένων αυτών στο dark web. Σύμφωνα με την έκθεση, το 39% των παραβιάσεων δεδομένων επηρέασε τράπεζες, ενώ ακολούθησαν ασφαλιστικές εταιρείες και επενδυτικοί οργανισμοί.
Οι επιθέσεις ransomware αποτελούν έναν ακόμη σοβαρό κίνδυνο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι επιτιθέμενοι αποκτούν πρόσβαση στα συστήματα των τραπεζών και κρυπτογραφούν τα δεδομένα τους, απαιτώντας λύτρα για την αποκατάστασή τους. Αν και ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι σχετικά καλά προετοιμασμένος απέναντι σε αυτές τις απειλές, δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου εταιρείες υπέκυψαν στις απαιτήσεις των εγκληματιών για να αποφύγουν μεγαλύτερες οικονομικές απώλειες. Σύμφωνα με τον ENISA, οι πιο στοχευμένοι οργανισμοί ήταν οι πάροχοι χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και οι ασφαλιστικές εταιρείες, ενώ οι κύριες επιπτώσεις των επιθέσεων ransomware ήταν οι οικονομικές απώλειες, η αποκάλυψη ευαίσθητων δεδομένων και η λειτουργική διακοπή υπηρεσιών.
Ποιοι είναι οι κυριότεροι επιτιθέμενοι;
Η έκθεση του ENISA κατέγραψε τρεις βασικές κατηγορίες απειλητικών φορέων:
- Κρατικά υποστηριζόμενοι χάκερς (State-Nexus Actors): Αυτοί οι επιτιθέμενοι λειτουργούν είτε στο πλαίσιο κυβερνητικών επιχειρήσεων κατασκοπείας είτε για οικονομικά οφέλη. Η Lazarus Group από τη Βόρεια Κορέα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς έχει εμπλακεί σε εκτεταμένες κλοπές κρυπτονομισμάτων.
- Κυβερνοεγκληματικές ομάδες (Cybercrime Groups): Αυτές οι ομάδες λειτουργούν με καθαρά οικονομικά κίνητρα και χρησιμοποιούν εξελιγμένες τεχνικές για να διαπράξουν οικονομικές απάτες, ransomware επιθέσεις και κλοπές δεδομένων. Ομάδες όπως η Cl0p και η LockBit έχουν επιτεθεί σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες μέσω ευπαθειών λογισμικού και επιθέσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα.
- Hacktivists (Χάκερς με πολιτικά ή ιδεολογικά κίνητρα): Ομάδες όπως η NoName057(16) από τη Ρωσία χρησιμοποιούν επιθέσεις DDoS για να προκαλέσουν διαταραχές στις υπηρεσίες ευρωπαϊκών τραπεζών, κυρίως ως απάντηση σε πολιτικές εξελίξεις.
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν οι απειλές;
Η έκθεση τονίζει την ανάγκη για επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια, με έμφαση στην ενίσχυση των μηχανισμών προστασίας δεδομένων και την εφαρμογή στρατηγικών αντιμετώπισης απειλών. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να υιοθετήσουν πολυεπίπεδες μεθόδους ασφάλειας, να ενισχύσουν τη διαχείριση των τρίτων παρόχων (supply chain security) και να αυξήσουν την εκπαίδευση του προσωπικού τους για αναγνώριση κυβερνοαπειλών.
Η συνεργασία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, η ανταλλαγή πληροφοριών για απειλές και η συμμόρφωση με τα νέα κανονιστικά πλαίσια, όπως ο Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2554 για την ψηφιακή ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα (DORA), είναι κρίσιμες για την προστασία του χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι στις αυξανόμενες κυβερνοεπιθέσεις.
Η ψηφιακή οικονομία είναι εδώ για να μείνει – το ερώτημα είναι πόσο έτοιμοι είμαστε να την προστατεύσουμε.